Γιαννης Παπαδοπουλος

Ο εφιάλτης του Exxon Valdez

In Ρεπορτάζ on 14 Μαΐου, 2010 at 2:36 μμ

Για τρία χρόνια ο Μπομπ Καντόπουλος ταξίδευε στα μαύρα νερά. Διέσωζε θαλάσσιες βίδρες που αργοπέθαιναν παγιδευμένες σε ένα πηχτό, δύσοσμο υγρό. Ήταν 1989 όταν το πετρέλαιο διέρρευσε από τα σπλάχνα του υπερδεξαμενόπλοιου «Exxon Valdez» ποτίζοντας τις ακτές με θάνατο. Πέρασαν δύο δεκαετίες από εκείνο το ατύχημα, αλλά η Αλάσκα δεν έχει αναρρώσει πλήρως.

Για δύο λόγους μετακομίζει κανείς στην Αλάσκα: για να γιατρευτεί ή να ξεχάσει. Ο Μπομπ Καντόπουλος έφυγε από τη Φλόριντα το 1978, λίγο καιρό μετά το θάνατο της μητέρας του και εγκαταστάθηκε στο Σιούαρντ μαζί με τον πατέρα του. Οι δύο άντρες ασχολήθηκαν με το ψάρεμα και προσαρμόστηκαν στη νέα τους ζωή, μακριά από αναμνήσεις.

Έντεκα χρόνια όμως μετά τον ερχομό τους στη γη της λησμονιάς η Αλάσκα δέχτηκε μια οικολογική καταστροφή που συντροφεύει τις ζωές των κατοίκων της μέχρι σήμερα. Ήταν 24 Μαρτίου του 1989 όταν το υπερδεξαμενόπλοιο «Exxon Valdez» προσέκρουσε σε ύφαλο. Περίπου 11 εκατομμύρια γαλόνια αργού πετρελαίου διέρρευσαν στη θάλασσα γεμίζοντας τις ακτές με χιλιάδες κουφάρια ζώων. Ψαροχώρια ερήμωσαν, επιχειρήσεις πτώχευσαν, οικογένειες διαλύθηκαν.

Χρειάστηκαν δύο δεκαετίες για να γιατρέψει η Αλάσκα μερικές από τις πληγές της. Ήταν μια διαδικασία αργή και επίπονη. Μια πρόγευση για το τι μπορεί να συμβεί στον Κόλπο του Μεξικού αν δεν σταματήσει η διαρροή και η πετρελαιοκηλίδα συνεχίσει τις επόμενες μέρες ανενόχλητη το ταξίδι της στις αμερικανικές ακτές.

Μολύνει ακόμα

«Ήταν τραγικό αυτό που ζήσαμε. Βλέπαμε ένα πανέμορφο μέρος να καταστρέφεται», λέει στα «ΝΕΑ» ο Καντόπουλος για την πετρελαιοκηλίδα της Αλάσκας. «Πολύ φοβάμαι ότι θα αντιμετωπίζουμε για πολλά ακόμη χρόνια τις συνέπειες εκείνου του ατυχήματος». Παρά τις προσπάθειες καθαρισμού, σήμερα υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 20.000 γαλόνια πετρελαίου μολύνουν ακόμη τις ακτές.

«Δεν έχουμε αναρρώσει τελείως. Τα περισσότερα είδη ζώων έχουν ξεπεράσει την καταστροφή, όμως η ρέγγα -ένα από τα κύρια προϊόντα της τοπικής αλιείας- έχει αφανιστεί σχεδόν ολοσχερώς, ζημιώνοντας την τοπική οικονομία», λέει στα «ΝΕΑ» ο Σταν Τζόουνς, εκπρόσωπος του συμβουλίου πολιτών για την προστασία του Κόλπου Πρινς Γουίλιαμς.

Η Κορντόβα, ένα ψαροχώρι 2.200 κατοίκων δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα το 1989. Για τους ντόπιους το ψάρεμα ήταν η μόνη πηγή εσόδων. Η θάλασσα και ο φυσικός πλούτος ήταν λόγοι περηφάνειας. Η πετρελαιοκηλίδα δεν διέλυσε μόνο τις επιχειρήσεις τους, αλλά έπνιξε και το γόητρό τους. Ο Στίβεν Πικού, καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα παρακολούθησε από κοντά την προσπάθεια που κατέβαλαν οι κάτοικοι για να συμβιβαστούν και να ξεχάσουν. «Είχαμε πολλά διαζύγια, αυτοκτονίες και αύξηση στα περιστατικά αλκοολισμού. Τέσσερα χρόνια μετά το ατύχημα δημιουργήθηκε στο χωριό κέντρο υποδοχής κακοποιημένων γυναικών, ενώ πριν δεν υπήρχε αντίστοιχη ανάγκη», λέει ο Πικού στα «ΝΕΑ».


Οι κερδισμένοι

Όμως ανάμεσα σε αυτούς που έχασαν τα πάντα υπήρχαν και ορισμένοι που κέρδισαν πολλά. Ο Καντόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Για τρία χρόνια μετά τη διαρροή στην Αλάσκα εργάστηκε στην εταιρεία VECO την οποία μίσθωσε η Exxon για τον καθαρισμό των ακτών. Δουλειά του ήταν να διασώζει βίδρες και άλλα θηλαστικά ή να μεταφέρει επιστήμονες με το σκάφος του. «Το 1989 η Αλάσκα βρισκόταν σε οικονομική ύφεση. Άνθρωποι έχαναν τα σπίτια και τις δουλειές τους. Η Exxon έριξε πολλά λεφτά στον καθαρισμό (υπολογίζεται ότι ξόδεψε περίπου δύο δισ. δολάρια) και όποιος ήταν διατεθιμένος να βοηθήσει με τη βάρκα του και να πληρωθεί γι’ αυτό σίγουρα κέρδισε», λέει ο ελληνικής καταγωγής καπετάνιος.

Κάτι αντίστοιχο περιμένει να συμβεί και στον Κόλπο του Μεξικού όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι σήμερα εξίσου σημαντικά και η BP αναμένεται να πληρώσει αδρά για να διορθώσει το λάθος της. Μέχρι τότε όμως κάθε μέρα που περνάει αυξάνει τις πιθανότητες μιας οικολογικής καταστροφής μεγαλύτερης από αυτήν στην Αλάσκα. «Πρέπει να πάρουν μέτρα όσο το δύνατον πιο γρήγορα, δεν πρέπει να ρισκάρουν κι άλλο στην αναμονή. Έχουν να αντιμετωπίσουν έναν ωκεανό και δεν είναι εύκολο να παλέψεις με τη μητέρα φύση», λέει ο Καντόπουλος.

(Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» στις 5 Μαΐου 2010)

Σχολιάστε